to words by Constantine P. Cavafy (1863–1933)
1. Απ’ τες Eννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
1. Since Nine O’Clock
Half past twelve. Time has gone by quickly
since nine o’clock when I lit the lamp
and sat down here. I’ve been sitting without reading,
without speaking. Completely alone in the house,
whom could I talk to?
Since nine o’clock when I lit the lamp
the shade of my young body
has come to haunt me, to remind me
of shut scented rooms,
of past sensual pleasure—what daring pleasure.
And it’s also brought back to me
streets now unrecognizable,
bustling night clubs now closed,
theatres and cafés no longer there.
The shade of my young body
also brought back the things that make us sad:
family grief, separations,
the feelings of my own people, feelings
of the dead so little acknowledged.
Half past twelve. How the time has gone by.
Half past twelve. How the years have gone by.
2. Φωνές
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας –
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
2. Voices
Voices, loved and idealized,
of those who have died, or of those
lost for us like the dead.
Sometimes they speak to us in dreams;
sometimes deep in thought the mind hears them.
And with their sound for a moment return
sounds from our life’s first poetry—
like music at night, distant, fading away.
3. Κεριά
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
3. Candles
Days to come stand in front of us
like a row of lighted candles—
golden, warm, and vivid candles.
Days gone by fall behind us,
a gloomy line of snuffed-out candles;
the nearest are smoking still,
cold, melted, and bent.
I don’t want to look at them: their shape saddens me,
and it saddens me to remember their original light.
I look ahead at my lighted candles.
I don’t want to turn for fear of seeing, terrified,
how quickly that dark line gets longer,
how quickly the snuffed-out candles proliferate.
Translated by Edmund Keeley & Philip Sherrard